ναρκώσης

ναρκώσης
νάρκωσις
a benumbing
fem nom/voc pl (doric aeolic)
ναρκάω
grow stiff
pres part act fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έλξη — η (AM ἕλξις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού έλκω, το να έλκεται, να σύρεται κάτι προς ορισμένη διεύθυνση νεοελλ. 1. ελκυστικότητα, γοητεία 2. η δύναμη που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά μέσα κ.λπ. («ίπποι έλξεως») …   Dictionary of Greek

  • βαρβιτουρικά — Συνθετικά παράγωγα της μηλονυλουρίας, με υπνωτικές ιδιότητες. Στον οργανισμό τα β. καταστέλλουν τις λειτουργίες του κεντρικού νευρικού συστήματος και όταν χρησιμοποιούνται σε κατάλληλες δόσεις προκαλούν βαθύ και ήσυχο ύπνο. Μερικά από αυτά έχουν… …   Dictionary of Greek

  • βαρονάρκωση — η είδος νάρκωσης που χρησιμοποιείται στη θωρακοχειρουργική με εισπνοή αναισθητικού του οποίου η πίεση είναι μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική …   Dictionary of Greek

  • μαργώνω — (I) (Μ μαργώνω) 1. μουδιάζω, κοκαλιάζω από το ψύχος, ξεπαγιάζω («εμάργωνεν εις την φωτιά, κι ήβραζε στον αέρα», Ερωτόκρ.) 2. μειώνω, ελαττώνω («τα τόσα γερατειά την όρεξη μαργώνου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μαργῶ «μαίνομαι, υβρίζω,… …   Dictionary of Greek

  • παραβίωση — Αντίδραση φάσης του ζωντανού ιστού σε ερέθισμα ορισμένης διάρκειας και ισχύος, με το οποίο καταστέλλονται παροδικά η ερεθιστικότητα, η αγωγιμότητα και οι φυσιολογικές διεργασίες διέγερσης του ιστού. Το φαινόμενο της π. επιδείχθηκε το 1901 από τον …   Dictionary of Greek

  • υπνωδία — η / ὑπνωδία, ΝΑ [ὑπνώδης] νεοελλ. κατάσταση νάρκωσης μερικών εντόμων αρχ. υπνηλία …   Dictionary of Greek

  • αναισθητικά — Φαρμακευτικές ουσίεςπου η βασική τους ενέργεια είναι η πρόκληση νάρκωσης. Ο όρος νάρκωση είναι γενικός και δηλώνει την οποιαδήποτε παροδική μείωση ή κατάργηση κυτταρικών λειτουργιών. Τα α. διακρίνονται σε γενικά και τοπικά. γενικά α.Φάρμακα που… …   Dictionary of Greek

  • φτιάνω — και φτιάχνω και φκιάνω και φκιάχνω αόρ., έφτιαξα και έφτιασα και έφκιαξα και έφκιασα, παθ. αόρ. φτιάστηκα και φτιάχτηκα και φκιάχτηκα, μτχ. παθ. πρκ. φτιαγμένος και φτιασμένος και φκιασμένος και φκιαγμένος 1. μτβ., ταχτοποιώ, διορθώνω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτιαγμένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ. του φτιάνω (βλ. λ.). 1. τεχνητός, μη φυσικός, νοθεμένος: Φτιαγμένο κρασί. 2. πιωμένος, μεθυσμένος: Γύρισαν φτιαγμένοι απ την ταβέρνα. 3. ως ουσ., τοξικομανής που βρίσκεται σε κατάσταση νάρκωσης ή αποχαύνωσης από την επήρεια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”